- σαλεύει
- σαλεύωcause to rockpres ind mp 2nd sgσαλεύωcause to rockpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… … Dictionary of Greek
αεισάλευτος — η, ο και ος, ο όποιος σαλεύει, κινείται διαρκώς, ο μη σταθερός ή μόνιμος … Dictionary of Greek
αλαφροσάλευτος — η ο [αλαφροσαλεύω] 1. αυτός που σαλεύει, που κινείται ελαφρά από τον άνεμο 2. αυτός που μπορεί να μετακινηθεί εύκολα … Dictionary of Greek
αυροσάλευτος — η, ο αυτός που τον σαλεύει, που τον κινεί ελαφρά η αύρα … Dictionary of Greek
επίσαλος — ἐπίσαλος, ον (AM) [επισαλεύω] 1. αυτός που σαλεύει, που κινείται στη θάλασσα 2. αβέβαιος, άστατος, ευμετάβολος («ἐπισάλων τῶν... ἐλπίδων γενομένων», Θεοφύλ. Σιμ.) … Dictionary of Greek
ευκολοσάλευτος — η, ο (Μ εὐκολοσάλευτος, ον) αυτός που σαλεύει, που μετακινείται εύκολα, ο ασταθής … Dictionary of Greek
ευσάλευτος — εὐσάλευτος, ον (ΑΜ) αυτός που σαλεύει, που σείεται εύκολα … Dictionary of Greek
κιγκλίζω — (I) κιγκλίζω (Α) [κίγκλος] 1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος* («κιγκλίζει σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», Ησύχ.) 2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν… … Dictionary of Greek
ροιβδωδώ — έω, Α 1. (κατά τον Θεογνώστ.) «ῥοιβδῳδεῑ μετά ῥοίζου σαλεύει, ἀδεῑ» 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥοιβδώδει μετὰ ἤχου ᾄδει [ἀηδεῑ] ὡς οἱ ποιμένες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖβδος + ᾠδή] … Dictionary of Greek
σαλευτός — ή, όν, Α [σαλεύω] αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει … Dictionary of Greek